Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Η μεγάλη συρτή του τόννου

Οι διάφορες μέθοδοι χοντρού ψαρέματος κι ιδιαίτερα η μεγάλη συρτή του πελάγους, σκοπό έχουν το πιάσιμο των πιο μεγάλων ψαριών των θαλασσών και των ωκεανών: τα τοννοιδή, τα ψάρια με αιχμηρή μύτη, όπως τα μάρλιν και οι ξιφίες, πολλά είδη μεσαίων και μικρών διαστάσεων, όπως συναγρίδες, γοφάρια, μαγιάτικα, τραχηνότους, κ.λπ, καθώς και τους καρχαρίες.
Αυτά τα ψάρια πιάνονται κύρια με τρεις μεθόδους: σέρνοντας φυσικά ή τεχνητά δολώματα, πάντα σε ανοιχτή θάλασσα, ρίχνοντας φυσικά δολώματα στ' ανοιχτά με βάρκα όχι φουνταρισμένη. παρουσιάζοντας φυσικά δολώματα στα ρεύματα με φουνταρισμένη βάρκα.



Στη χρήση των φυσικών και τεχνητών δολωμάτων εφαρμόζονται αναρίθμητες μέθοδοι, που μπορούν να θεωρηθούν πως προέρχονται απ' τα κλασσικά συστήματα, που σ' αυτό το κεφάλαιο θα εξεταστούν με κάποια συντομία. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ψάρια που αφορούν τους ερασιτέχνες είναι αναμφίβολα οι τόνοι και τα διάφορα είδη ιστιοφόρων (μάρλιν), καθώς και οι ξιφίες. Οι τόνοι θεωρούνται πως ανήκουν σε δυο κατηγορίες: οι τόνοι κοπαδιού, για τους οποίους υπάρχει ένα συμβατικό όριο των 50 κιλών και οι τόνοι γιγαντιαίων διαστάσεων που ξεπερνούν αυτό το όριο βάρους.

Αλλα είδη τόνων είναι κι αυτό αντικείμενο ψαρέματος στους ωκεανούς, κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού, του Ειρηνικού στη Νότια Αφρική, στην Ακτή Ελεφαντόδοντου, καθώς τέλος και στον Ινδικό Ωκεανό. Ο ιστιοφόρος, εκτός ίσως απ' τον άσπρο, και η αυτοκρατορική ζαργάνα, είναι ψάρια που δεν υπάρχουν στη Μεσόγειο.

Στις θάλασσες όμως της Μεσογείου, υπάρχουν άφθονοι ξιφίες, που πιάνονται δύσκολα με τη συρτή. Τα λίγα δείγματα που έχουν πιαστεί σ' όλες τις θάλασσες τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν πιαστεί με συστήματα ψαρέματος με βάρκα ελεύθερη, με φυσικό δόλωμα, ενώ πολλά ψάρια απ' αυτό το τόσο πολύτιμο είδος πιάνονται κάθε χρόνο με παραγάδια αφρού, ακόμα και στα ανοιχτά των δικών μας θαλασσών.

Στη Μεσόγειο οι ερασιτέχνες του μεγάλου ψαρέματος αφοσιώνονται προπάντων στον κόκκινο τόνο, στο τοννάκι και το όρκινο. Στα ανοιχτά των θαλασσών μας, ιδιαίτερα στις νότιες περιοχές του Αιγαίου, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως στο Κρητικό πέλαγος, μπορούν να πιαστούν προπάντων τόνοι κοπαδιού από πέντε έως σαράντα κιλά, τοννάκια και όρκινα.
Επίσης, στις θάλασσες μας υπάρχουν και τοποθεσίες μεγάλων τόνων, γιγαντιαίων, που μπορούν να γίνουν αντικείμενο και αθλητικού ψαρέματος. Τέτοια μέρη υπάρχουν επίσης και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου, σε όχι μεγάλη απόσταση από τις ακτές. Απ' αυτούς τους τόνους πιάνονται αρκετές δεκάδες τεράστιων διαστάσεων, από αθλητές ψαράδες.

Περαστικοί γιγάντιοι κόκκινοι τόνοι έχουν εντοπιστεί και ψαρευτεί σε πολλές θάλασσες μας, κύρια απ' τους επαγγελματίες ψαράδες των νησιών μας. αλλά για την ώρα τουλάχιστο, δεν έχει γίνει αντικείμενο ψαρέματος από αθλητές και ερασιτέχνες, γιατί δεν υπάρχει τέτοιου είδους δραστηριότητα. Πιθανότατα υπάρχουν στις δικές μας ακτές στη Μεσόγειο πολύ ενδιαφέρουσες περιοχές, συγκέντρωσης των κόκκινων γιγαντιαίων τόνων, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το αθλητικό ψάρεμα. Αλλά στις θάλασσες μας το μεγάλο αθλητικό ψάρεμα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ακόμα στα σπάργανα, αν όχι ανύπαρκτο, παρ' ότι υπάρχουν άτομα που ενδιαφέρονται τελευταία γι αυτό το σπορ.

Στη θάλασσα μας πιάνονται επίσης σε μεγάλο αριθμό κυνηγοί και γοφάρια που είναι ακόμα πιο πολυάριθμα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, στις Αιγυπτιακές ακτές, στην Κύπρο καθώς και στις Λυβικές ακτές. Κυνηγοί, γοφάρια, μέχρι και τεράστιοι ροφοί, ψαρεύονται με συρτή αφρού στα ανοιχτά των ακτών της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού, όπου αναπτύσσεται αρκετά γρήγορα η δραστηριότητα του μεγάλου αθλητικού ψαρέματος επειδή σ' αυτές οι περιοχές είναι σχετικά εύκολο να πάει κανείς, και χωρίς υπερβολικά έξοδα, με το αεροπλάνο ή άλλα μέσα. Και οι καρχαρίες μπορούν να πιαστούν με τη συρτή, ιδιαίτερα στις ζεστές θάλασσες όπου υπάρχουν άφθονοι. Στις χλιαρές και κρύες θάλασσες μπορούν να πιαστούν καρχαρίες με διάφορα συστήματα πετονιάς, αλλά σχεδόν αποκλειστικά με τη βάρκα ελεύθερη στα κύματα.

Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι καρχαρίες δεν θεωρούντο αξιοπρόσεχτα ψάρια, για ό,τι αφορά την επίσημη αθλητική αξιολόγηση στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, εκτός απ' τον μακό, τις αλεπούδες και τους γαλάζιους καρχαρίες. Τώρα αυτή η ακαμψία στην κρίση έχει μειωθεί γιατί αληθεύει μεν πως οι καρχαρίες, εκτός απ' τα είδη που αναφέραμε, δεν προβάλλουν μεγάλη αντίσταση στις πρώτες φάσεις της πάλης, αλλά παρο όλα αυτά γίνονται ιδιαίτερα μαχητικοί όταν φτάσουν κοντά στη βάρκα και χρειαστεί να τους βγάλουμε έξω. πράγμα που πολλές φορές γίνεται και επικίνδυνο. Στις διάφορες ειδικεύσεις και ειδικότητες του ψαρέματος στο πέλαγος χρησιμοποιούν φυσικά κι ιδιαίτερα εργαλεία, υλικά που έχουν ισχύ και αντοχή ανάλογη με τη σημασία, τη δύναμη και τις δυνατότητες αντίστασης των θηραμάτων.

Μπορούμε ν' αρχίσουμε με τα καλάμια.
Τα καλάμια για τη μεγάλη συρτή, ή για τις μεθόδους αναμονής, είναι διαφορετικής ισχύος, σε σχέση με το είδος ψαριών για τα οποία γίνεται το ψάρεμα. Συνήθως είναι σχετικά κοντά, από δύο μέχρι δυόμισι μέτρα, κατασκευασμένα από διάφορα υλικό: μπαμπού με διατομή (ρεφαντύ), ξύλο (χίκορυ), γεμάτο φίμπεργκλας, σωληνοειδείς ίνες γιαλιού. Αυτόλικό, στις διάφορες συνθέσεις του, είναι οπωσδήποτε το πιο χρησιμοποιημένο για αυτά τα εργαλεία. Το μικρό βάρος του και η εξαιρετική αντοχή του, που μπορεί να αυξηθεί ακόμη με διάφορες επιδιορθώσεις και ποικίλες μεθόδους , που κάνουν να προτιμούνται τα καλάμια που είναι κατασκευασμένα μ' αυτό το υλικό, από οποιαδήποτε άλλα.


Τα καλύτερα καλάμια είναι φυσικά αυτά που αποτελούνται από ένα μόνο κομμάτι, στα οποία η λαβή έχει στερεωθεί στον κορμό ο οποίος δεν σπάει. Είναι φανερό πως αυτά τα εργαλεία είναι λίγο άβολα, εκτός αν μπορούμε πάντα να τα έχουμε κάπου στο λιμάνι ή στην ίδια τη βάρκα, χωρίς να χρειάζεται να τα μετακινούμε συχνά. Το ελάττωμα της δυσκολίας μεταφοράς, κάνει λοιπόν να προτιμούν τα καλάμια σε δυο κομμάτια και τα οποία είναι πιο διαδομένα. Ένα καλάμι με δυο κομμάτια αποτελείται από τον κορμό και τη λαβή. Η τελευταία είναι σχετικά μεγάλη και έχει κατασκευαστεί από ξύλο, από φελλό ή από πλαστικές ύλες, ή ακόμα μπορεί να αποτελείται απ'όλα αυτά τα υλικά μαζί.
Φυσικά η καλύτερη βάση για καλάμι είναι κατασκευασμένη από σκληρό ξύλο, ενώ το εξωτερικό μέρος δηλ. η λαβή, από φελλό, λάστιχο ή άλλο υλικό. Η λαβή του καλαμιού έχει μια γερή βάση για μηχανάκι, με μεταλλικούς κρίκους και δακτυλίους ασφαλείας με βίδες.
Τα ολισθητικά δαχτυλίδια που έχουν, τα καλάμια ψαρέματος της μεγάλης συρτής, μεγάλη σημασία. Στα πιο ελαφρά μοντέλα, που αφορούν το ψάρεμα για τονόκια, όρκινα, καρβούνια και γοφάρια, μέχρι την ισχύ των 30-40 λιμπρών, έχουν εφαρμοστεί συνήθως δαχτυλίδια υπερυψωμένα με κανονική μορφή, εκτός από κείνο της κορυφής που έχει αντικατασταθεί με μια ελαφριά, μικρή τροχαλία. Τα καλάμια μέσης και φυσικά μεγάλης ισχύος, από 80 έως 120 λίμπρες και παραπάνω, έχουν «δαχτυλίδια» που αποτελούνται από διπλές μίνι - τροχαλίες κι από μια γερή τροχαλία στη κορυφή. Αυτά τα ειδικά εργαλεία επιτρέπουν το γρήγορο γλύστρημα της πετονιάς χωρίς να κινδυνεύει να καταστραφεί απ' την τριβή. Η θέση των ολισθητικών δαχτυλιδιών, σ' όλα τα καλάμια συρτής, έχει προβλεφτεί με τρόπο ώστε η πετονιά να πιέζει προς τη βάση των ίδιων των δαχτυλιδιών. Συνεπώς αυτά κλίνουν προς τα πάνω. Αν θα εργάζονταν γυρισμένα προς τα κάτω, όπως σε ένα κοινό καλάμι εξακοντισμού, το πιθανότερο θα ήταν, με την προσπάθεια να κρατηθεί το ψάρι αγκιστρωμένο, να εμποδιστεί η φυγή του και νά βγει έξω, καθώς και με τις εξαιρετικά ισχυρές αντιδράσεις του να προκληθεί το ξεκόλλημα των ίδιων των δαχτυλιδιών απ" τον κορμό.

Αλλο εργαλείο μεγάλης σημασίας στο ψάρεμα της μεγάλης συρτής είναι η κουβαρίστρα.
Οι μεγάλες κουβαρίστρες με σταθερό συλλέκτη μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο στο ψάρεμα των τόνων, των όρκινων, των (κυνηγών) και σ' αυτή την περίπτωση με ελαφρά καλάμια, μπορούν να θεωρηθούν προτιμότερες. Για το ψάρεμα των τοννιδών και των ψαριών με λόγχη ή για οποιοδήποτε άλλο ψάρι που ξεπερνά τα δέκα κιλά βάρος, είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση κουβαρίστρας με περιστρεφόμενο συλλέκτη.
Τα γνωστά εργοστάσια, κουβαριστρών για θάλασσα, κατασκευάζουν κουβαρίστρες σε διάφορες χωρητικότητες και ισχύ που είναι σημειωμένα και αναγνωρίζονται με συμβολικούς αριθμούς (λόχου χάρη 8/10 - 10/0 - 12/0 - 14/0). Για το ψάρεμα των τόνων κοπαδιού και των όρκινων είναι παραπάνω από αρκετή μια κουβαρίστρα δ/10, αλλά στο ψάρεμα των γιγάντων της θάλασσας είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση των βαρύτατων και ισχυρότατων 14/0, που μπορούν να περιέχουν αρκετές εκατοντάδες μέτρα πετονιάς.
Οι κουβαρίστρες στερεώνονται στη λαβή του καλαμιού με μεταλλικούς κρίκους και δαχτυλίδια με βίδες, που τις κάνουν να γίνονται αδιαχώριστες απ' το καλάμι. Τα πιο βαριά και μεγάλα μοντέλα (από το 10/0 έως το 14/0) είναι εφοδιασμένα με ειδικούς ελκυστήρες (τιράντες) που ενισχύουν ακόμα περισσότερο τη στερεότητα τους πάνω στη λαβή του καλαμιού.
Φυσικά και οι πετονιάς, που χρησιμοποιούνται σε ένα τόσο σοβαρό είδος ψαρέματος, πρέπει να έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αντοχής και άλλου είδους. Οι πετονιάς για τη συρτή και, σίγουρα, για όλες τις μεθόδους μεγάλου ψαρέματος, αποτελούνται από νάϋλον ή άλλο συνθετικό υλικό, από πλεχτό συνθετικά υλικά (φυτακρόν κ.λπ), από ατσάλινο νήμα (μόνελ κ.λπ) ή από πλεχτό λινό. Αυτό το τελευταίο υλικό είναι συνήθως παραγνωρισμένο από τους μοντέρνους ψαράδες του πελάγους, εκτός απ' το ψάρεμα με το χέρι για τα τοννάκια και τα όρκινα, και οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνεται στις αθλητικές τεχνικές.
Για τους τόννους κοπαδιού και τα όρκινα προτιμάται συνήθως το νήμα από νάϋλον, με διάμετρο ανάμεσα στα 80 και 120 εκατοστά. Για το ψάρεμα των μεγάλων ψαριών όμως, όπως γιγαντιαίων τόννων, μάρλιν κ.λπ, προτιμούν το ντακρόν ή άλλο συνθετικό «πλεχτό», για τους λόγους που θα περιγράψω με συντομία.
Το απλό νήμα από νάϋλον στη μέγιστη διάμετρο των 120 εκατοστών παρουσιάζει το προτέρημα να είναι σχεδόν τελείως αόρατο, ιδιαίτερα αν είναι άσπρου χρώματος. Δεν προσβάλλεται από την αλμύρα, είναι πολύ εύκολης χρήσης και σε πολύ καλή τιμή. Παρουσιάζει όμως το ελάττωμα της ελαστικότητας που, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι μοιραίος παράγοντος για την πάλη, ενάντια σε ένα μεγάλο ψάρι που έχει αγκιστρωθεί.
Τα συνθετικά «πλεχτά», όπως το ντακρόν, υπάρχουν σε μικρότερες διαμέτρους, πολύ πιο ανθεκτικά από το νάϋλον και ελάχιστα ελαστικό και γι' αυτό το αγκίστρωμα του ψαριού που τσιμπά είναι πιο σίγουρο. Αυτές οι ορμιές δεν είναι όμως το ίδιο αόρατες όπως το νάϋλον, ελάττωμα που ξεπερνιέται εύκολα όμως, αν χρησιμοποιούνται παράμαλα από ατσάλι στο αγκίστρι ή το οποιοδήποτε υλικό.
Οι ορμιές από νήμα ατσάλινο (μονέλ), χρησιμοποιούνται απ' τους Αμερικάνους και Αυστραλούς ψαράδες, προπάντων για την δυνατότητα να σέρνουν ένα δόλωμα σε κάποιο βάθος κι όχι μόνο στην επιφάνεια. Συχνά το πλεούμενο σέρνει μια πετονιά από νήμα ατσάλινο, με δόλωμα βυθισμένο και μια πετονιά από ντακρόν με ένα δόλωμα στην επιφάνεια. Αυτή η μέθοδος αποσκοπεί στο να προσελκύσει την προσοχή του ψαριού που έχει μια μικρή τάση ν' ανέβει στην επιφάνεια, όπως συμβαίνει συχνά, ιδιαίτερα με τους γιγαντιαίους τόννους.
Στα ανοιχτά των δικών μας θαλασσών, όπου μπορούν να ψαρευτούν προπάντων τόννοι κοπαδιού και όρκινα, το απλό νήμα από νάυλον είναι σίγουρα το πιο κατάλληλο. Αυτό το υλικό, χρησιμοποιείται επίσης κι απ' τους Ιταλούς ψαράδες, καθώς και τους Γάλλους ψαράδες για την αργή συρτή, για τον γιγαντιαίο τόννο, λόγου χάρη στις εκβολές του Ροδανού, επειδή πολύ σωστό θεωρούν πως ένα νήμα από ντακρόν θα ήταν ορατό στο ψάρι κι ένα παράμαλο από ατσάλι ή μια ορμιά από αυτό το υλικό, θα έκανε το δόλωμα να προχωρά με τρόπο όχι τόσο φυσικό και κυματιστό.
Πρέπει όμως να πάρουμε υπόψη πως στην περιοχή που ανάφερα, ο βυθός δεν περνά σχεδόν ποτέ τα εκατό μέτρα, και γι' αυτό η πάλη με το ψάρι, που κατά μεγάλο μέρος γίνεται απ' τον οδηγό του πλεούμενου (Σκίππερ), είναι σχετικά λιγότερο δύσκολη και βαριά, απ' ό,τι θα ήταν σε πιο βαθύ βυθό.
Για τα παράμαλα της ορμιάς από ατσάλι, οι γνώμες των ειδικών του μεγάλου ψαρέματος διχάζονται, αν και οι περισσότεροι απ' αυτούς την υιοθετούν.
Ένα παράμαλο από ατσάλι είναι σίγουρα απαραίτητο, όταν ψαρεύουμε ψάρια που έχουν λόγχη ή μεγάλους τόννους. Το τρίψιμο της πετονιάς με το ράμφος, το στόμα με τα δόντια ή τα πτερύγια του ψαριού που έχει αγκιστρωθεί, μπορεί να καθορίσουν την φθορά και το κόψιμο οποιουδήποτε άλλου υλικού. Αυτό είναι ακόμα πιο αληθινό όταν ψαρεύουμε με την αργή συρτή με φυσικά δολώματα που καταπίνει το ψάρι, ή στο ψάρεμα με τη βάρκα ελεύθερη, δηλαδή στην περίπτωση που πρέπει να αφήσουμε το δόλωμα για να επιτρέψουμε στο ψάρι να το καταπιεί, όπως χρειάζεται και για τα μικρά ψάρια με λόγχη που συνήθως τσιμπούν το δόλωμα με το ράμφος και το καταπίνουν στη συνέχεια.
Ψαρεύοντας τόννους κοπαδιού ή όρκινα το παράμαλο από ατσάλι δεν είναι αναγκαίο. Αυτά τα ψάρια πιάνονται, τις περισσότερες φορές, με τεχνητά δολώματα, που σέρνονται με ταχύτητα. Το ψάρι δεν καταπίνει ποτέ το δόλωμα, αλλά αγκιστρώνεται στο στόμα. Επίσης, η πάλη με το θήραμα είναι συνήθως μικρής διάρκειας και η αντοχή του απλού νήματος από νάυλον, λόγου χάρη εκατό εκατοστών, είναι πράγματι αρκετή για να νικήσει την αντίσταση ενός μικρού τόννου των 10-15 κιλών ή ενός όρκινου και να αντέξει στην πάλη με έναν τόννο των 30-40 κιλών.
Η χρήση των παράμαλων από ατσάλι, που εξάλλου είναι αναπόφευκτη στις περιπτώσεις που ανάφερα, παρουσιάζει μερικά ελαττώματα. Η χρήση στριφταριών και ελατηρίων, καθορίζει την δημιουργία ίχνους, που μπορεί να αποσπάσει τα ψάρια απ' το δόλωμα. Η ακαμψία του νήματος, όσο κι αν είναι σχετική, μπορεί να κάνει το δόλωμα να προχωρά με αφύσικο τρόπο. Τα παράμαλα από ατσάλι, συνεπώς χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι απαραίτητα.
Στο μεγάλο ψάρεμα του πελάγους χρησιμοποιούνται αγκίστρια που φυσικά έχουν σχέση με το μέγεθος των θηραμάτων. Αγκίστρια από ατσάλι σημαντικών διαστάσεων, απλά ή διπλά αγκίστρια, απλά αγκίστρια δεμένα ανά δύο, κ.ο.κ., ανάλογα με ποικίλες και πολυάριθμες μεθόδους που επιβάλει η προσωπική εμπειρία.
Τα αγκίστρια μετριώνται και αναγνωρίζονται με αντίστροφη αρίθμηση, που για ότι αφορά το μεγάλο μεγάλο ψάρεμα, αρχίζει από ένα ελάχιστο, το ν.8, μέχρι ένα μέσο, το 10 και μέχρι ένα μέγιστο, το 20/0.
Συνήθως στο ψάρεμα του γιγαντιαίου τόννου, χρησιμοποιούνται τα αγκίστρια από 10/0 έως 14/0, ενώ για τον τόννο κοπαδιού και το όρκινο χρησιμοποιούνται αγκίστρια απ' το 5 έως το 7.
Τα αγκίστρια που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι τα απλά, από τα οποία υπάρχουν μοντέλα διαφορετικά σε μορφή, επειδή με τις διαφορετικές μορφές τείνουν να έχουν μεγαλύτερη αντοχή. Στο ψάρεμα των τόννων κοπαδιού και των όρκινων συχνά χρησιμοποιούνται διπλά αγκίστρια τα οποία, αν και διευκολύνουν το αγκίστρωμα. Απ’ την άλλη παρουσιάζουν πολυάριθμα ελαττώματα, όπως δυσκολίες στο ξαγκίστρωμα των ψαριών, μικρότερη αντοχή στο τράβηγμα, επειδή ένα διπλό αγκίστρι αφήνει λίγες πιθανότητες σ' ένα μικρό τοννιδές να ελευθερωθεί, παλεύοντας με την πετονιά. Για το ψάρεμα των ψαριών μέσου και μεγάλου μεγέθους ένα διπλό αγκίστρι πρέπει όμως να αποφεύγεται τελείως, επειδή ένα απλό αγκίστρι εισχωρεί βαθύτερα στο στόμα του ψαριού και δεν μπορεί να βγει στη διάρκεια της πάλης, ακόμα κι αν έχει σφηνωθεί στα πλάγια του στόματος.
Όλα τα αγκίστρια που χρησιμοποιούνται στο ψάρεμα του πελάγους, ή τουλάχιστο το μεγαλύτερο μέρος, είναι με μάτι, και αυτό για να ενώνονται εύκολα με την πετονιά ή με το ατσάλινο παράμαλο. Έχουν ένα δόντι για να μην βγαίνουν, που είναι σχετικά κοντό και προεξέχει. Οι επαγγελματίες ψαράδες χρησιμοποιούν, στο ψάρεμα του τόννου κοπαδιού και του όρκινου, απλά αγκίστρια χωρίς αυτό το «δόντι», όπως συνήθως το ονομάζουν, για να μπορούν να ξαγκιστρώσουν εύκολα το ψάρι, και να ρίχνουν πάλι αμέσως στη θάλασσα το δόλωμα, εφαρμόζοντας ένα είδος ψαρέματος που έχει σα στόχο το εντατικό εντοπισμό σχετικά μικρών ψαριών.
Τα απλά αγκίστρια μπορούν να έχουν την αιχμή ευθεία ή με κλίση, σε σχέση με το επίπεδο της καμπύλης. Την κεκλιμένη αιχμή μπορούμε να την προτιμάμε στο ψάρεμα με τη βάρκα ελεύθερη αλλά, απ' ότι λένε οι ειδικοί, πρέπει να αποφεύγεται τελείως στο ψάρεμα της συρτής. Χρησιμοποιώντας φυσικά δολώματα, τα απλά αγκίστρια μπορούν να δεθούν ανά δύο ή σε σειρά τριών με διάφορους τρόπους, και να δολώνονται με διάφορους τρόπους πάλι.
Όσο για τα δολώματα δεν έχουμε πολλά να πούμε. Βασικά διακρίνονται σε φυσικά και τεχνητά- Αυτά τα τελευταία αποτελούνται από κυματιστά κουτάλια, διαφόρων υλικών και μεγέθους, εφοδιασμένα με σταθερά αγκίστρια ή ελεύθερα, από φούντες πούπουλων ή άλλων υλικών η από τεχνητά ψάρια, πλαστική ύλη ή ξύλο, αρθρωτά ή όχι, που αποσκοπούν ανάλογα με τη μορφή τους, να δουλέψουν στην επιφάνεια ή σε βάθος.
Όλα αυτά τα τεχνητά δολώματα είναι λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικά στη γρήγορη συρτή για τους τόννους κοπαδιού, τα γοφάρια, τους λαγούς, κ.λπ. Τα μεγάλα κυματιστά επασημωμένα κουτάλια (τσέπας) των Βάσκων ή οι φούντες από τριχίδια του αραποσιτιού χρησιμοποιούνται με επιτυχία και στο ψάρεμα των γιγαντιαίων τόννων σε πολλές περιοχές της Μεσογείου. Αυτά τα δολώματα χρειάζονται όμως μια ιδιαίτερη τεχνική, ή μάλλον ειδικές τεχνικές. Το κυματιστό κουτάλι, λόγου χάρη, τραβιέται κι αμολιέται με το πλεούμενο σχεδόν ακίνητο. Όταν συναντούμε τους τόννους σε κοπάδι και φαίνονται ερεθισμένοι από το μαλάγρωμα. με ζωντανό ή ψόφιο ψάρι. Οι φούντες με τα φύλλα αραποσιτιού, οι «μαλούτες» των Βάσκων, οπλίζονται με πολύ μικρά αγκίστρια, που σέρνονται στην επιφάνεια με πολύ λεπτές ορμιές, για να ξεγελάσουν τα μεγάλα ψάρια που δεν θα τσίμπαγαν τίποτε άλλο παρά φυσικά δολώματα και με την προϋπόθεση, πως θα τους παρουσιάζονταν με τρόπο απόλυτα τέλειο.
Τα πιο διαδομένα τεχνητά δολώματα και οπωσδήποτε τα πιο αποτελεσματικό για το ψάρεμα του τόννου κοπαδιού και του όρκινου με γρήγορη συρτή, είναι οι φούντες από πούπουλα ή «μύγες». Αυτές αποτελούνται από σχετικά χοντρές φούντες από πούπουλα γλάρου ή κοτόπουλου ή εξωτικών πουλιών. Όλα τα πούπουλα μπορούν να χρησιμεύσουν για την κατασκευή ενός δολώματος τέτοιου είδους. Αρκεί όμως να είναι των κατάλληλων διαστάσεων και προπάντων, να είναι εξαιρετικά μαλακά. Αντί για τα πούπουλα χρησιμοποιούν και φούντες από νάϋλον, που φυσικά είναι πολύ λεπτό και μαλακό.
Οι φούντες από πούπουλα ή από νάϋλον μπορούν να έχουν ή να μην έχουν βαρίδια στην κορυφή, ανάλογα με το αν προορίζονται να πηδούν στην επιφάνεια, ή να λειτουργούν κάτω από την επιφάνεια του νερού. Οι γνώμες των ψαράδων του πελάγους, για ό,τι αφορά τα μολύβια των πούπουλων είναι διαφορετικές, σε σχέση με την προσωπική εμπειρία του καθένα και σχεδόν πάντα βασίζονται σε τυχερές περιπτώσεις και επεισόδια. Οι φούντες από πούπουλα ή νάϋλον έχουν διάφορα χρώματα. Για ότι αφορά τα χρώματα θα πούμε λίγα πράγματα αλλά βασικά. Το χρώμα που χρησιμοποιείται πιο πολύ, είναι το άσπρο. Αρκετά διαδομένα είναι και οι εξής συνδυασμοί: άσπρο και κίτρινο, άσπρο και κόκκινο, άσπρο και γαλάζιο, κίτρινο και κόκκινο. Μερικές φορές χρησιμοποιούνται πούπουλα μόνο κίτρινα ή μόνο κόκκινα.
Είμαι πεισμένος πως το άσπρο και ο συνδυασμός άσπρου και κίτρινου είναι αποτελεσματικός με μικρό φωτισμό, την αυγή ή τη δύση με συννεφιασμένο ουρανό. Οι συνδυασμοί του κίτρινου με το κόκκινο και του άσπρου με το κόκκινο και βέβαια, η παρουσία του κόκκινου σε μια φούντα με διάφορα χρώματα, είναι προτιμότερο σε περιπτώσεις μεγάλου φωτισμού δηλ. στις μέσες ώρες της ημέρας, με δυνατό ήλιο κ.λπ.
Το ίδιο ισχύει και για τα πλαστικά δολώματα, τοτάνες και φούντες από πλαστικό, τα οποία κατασκευάζουν οι Ιάπωνες.
Αυτά τα δολώματα πουλιούνται σε πακέτα με σειρές και είναι φτιαγμένα έτσι που στο εσωτερικό τους να μπορεί να μπει ένα μικρό βαρίδι· (10-40 γραμμάρια), δηλαδή μια τρυπητή μολυβήθρα. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό τα δολώματα από πλαστικό αποδείχνονται πιο αποτελεσματικά από τις φούντες με πούπουλα.
Αποτελεσματικοί είναι για τους τόννους σε κοπάδι, οι συνδυασμοί δολωμάτων από πλαστικό με φούντες από πούπουλα και σ' αυτή την περίπτωση η φούντα τοποθετείται στην κεφαλή του τοτάνα από πλαστικό. Λίγο αποτελεσματικά, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι τα ψεύτικα ψαράκια από πλαστικό, μερικά από τα οποία μιμούνται στην εντέλεια το φυσικό ψάρι, μέχρι και στην ελαστικότητα. Είναι δηλαδή τέλειες απομιμήσεις. Ανάμεσα στα πλαστικά ψαράκια, κατά τη γνώμη μου πρέπει να προτιμάμε τα πολύ ωχρά, όχι πολύ μεγάλα, και τα πολύ μαλακά. Με ιδιαίτερο τρόπο μπορούμε να τα αρματώσουμε με μικρά μολύβια ώστε να μπορούν να επιπλέουν και να μην στριφογυρίζουν, χάνοντας τότε κάθε ιδιότητα προσέλκυσης. Ένα δόλωμα που σέρνεται μπορεί να έχει κυματιστή κίνηση ακανόνιστη, αλλά δεν πρέπει ποτέ να στριφογυρίζει.
Τα αρθρωτά ψάρια από ξύλο χρησιμοποιούνται πλατιά από τους Αμερικάνους στην συρτή, για το ψάρεμα πολλών αρπακτικών ειδών με μεσαίο μέγεθος, που κατοικούν στις ακτές τους. Στη Μεσόγειο είναι λίγοι αυτοί που τα χρησιμοποιούν, επειδή το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτά είναι ακατάλληλα να κρατήσουν ψάρια, που όπως ο τόννος κοπαδιού, δεν είναι μεν πολύ μεγάλα και δυνατά, είναι όμως πολύ μαχητικά.
Μεγάλη επιτυχία έχει αντίθετα, το «Κνακχαίνζ» απ' τη Χαβάη, που ουσιαστικά είναι μια φούντα από πλαστικό με λεπτές μαλακές μικρές λάμπες από μέταλλο και ένα σκέπασμα μεταλλικό ή από βαρύ πλαστικό, καθώς και ένα άλλο σκέπασμα, ξεχωριστό, που συνδέεται με το πρώτο, δημιουργώντας έτσι ένα αρθρωτό δόλωμα.
Μου φαίνεται χρήσιμο να πούμε μερικά πράγματα, για τα τεχνητά δολώματα γενικά. Συχνά μου συνέβη να πιστοποιήσω πως οι τόννοι κοπαδιού και τα όρκινα, προτιμούν σαφώς ένα ορισμένο δόλωμα ή ένα συγκεκριμένο χρώμα. Αλλάζοντας θέση στα καλάμια της συρτής, και μαζί κατεύθυνση, η προτίμηση των ψαριών για ένα συγκεκριμένο δόλωμα επιβεβαιωνόταν συνεχώς. Με το πέρασμα των ημερών οι προτιμήσεις των ψαριών, στην ίδια περιοχή και με τις ίδιες φαινομενικά συνθήκες της θάλασσας και του φωτισμού, άλλαζαν τελείως. Το πηδηχτό δόλωμα της Χαβάης, που το προτιμούσαν από τα άλλα δολώματα, το αμελούσαν τελείως. Τα ψάρια προτιμούσαν τους μικρούς και πλαστικούς τοτάνες και στη συνέχεια η γενική τους προτίμηση, πέρναγε αποκλειστικά στα πούπουλα ή και αντίστροφα.
Το ίδιο θα μπορούσα να πω για τα χρώματα, εκτός από αυτά που αναφέρονται στη βασική «θεωρία» των υγρών χρωμάτων με μικρό φωτισμό και των ζωντανών συνδυασμών με τον μεγάλο φωτισμό. Οι αιτίες αυτής της αλλαγής των ψαριών, πράγμα γνωστό στους ψαράδες του πελάγους, είναι άγνωστες. το σκουμπρί είναι σίγουρα το πιο διαδομένο ψάρι - δόλωμα για το πιάσιμο των τόννων κοπαδιού, των γιγαντιαίων τόννων και των ψαριών με λόγχη. Αυτό οφείλεται στην υφή του, που μας επιτρέπει να το ρυμουλκούμε με μικρή ταχύτητα, ακόμα και για ώρες. Αρκετά ανθεκτικός είναι και ο κέφαλος που σε ορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα όπου τα νερά δεν είναι τόσο καθαρά, προτιμάται απ' το σκουμπρί. Οι σαρδέλλες ή οι αντζούγιες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά με σχεδόν ακίνητο πλεούμενο, ιδιαίτερα στη συρτή με το χέρι, με τη βοήθεια μαλάγρας που αποτελείται από άλλα ψάρια ολόκληρα ή σε κομμάτια.
Οι τοτάνες είναι ανάμεσα στα φυσικά δολώματα, τα πιο ανθεκτικά στη συρτή. Στη Νέα Σκωτία και γενικά κατά μήκος των αμερικάνικων ακτών, χρησιμοποιούνται αρκετά για το ψάρεμα των γιγαντιαίων τόννων και προπάντων, των ξιφιών που, ως γνωστό, τους τρώνε με λαιμαργία.
Η αποτελεσματικότητα των φυσικών δολωμάτων εξασφαλίζεται προπάντων από τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται αυτά με το αγκίστρι. Υπάρχουν Αμερικάνοι ψαράδες φημισμένοι για την επιδεξιότητα τους να δολώσουν ένα ψάρι με τρόπο ώστε, όταν σέρνεται, να φαίνεται να προχωρά με απόλυτη φυσικότητα. Γι' αυτό το σκοπό χρησιμοποιούν ιδιαίτερες μεθόδους για να εξαλείψουν την ακαμψία του ψαριού, σπάζοντας ή αφαιρώντας την σπονδυλική του στήλη. Το ψάρι συνεπώς γίνεται πολύ μαλακό και ακόμα και με το αγκίστρι μεγάλων διαστάσεων, μέσα στο σώμα του, προχωρά με την αναγκαία φυσικότητα .Οι μέθοδοι για να μπαίνει το αγκίστρι στο σώμα του ψαριού είναι πολυάριθμες και διαφορετικές, όλες δύσκολες. Χρησιμοποιούν αγκίστρια δεμένα σε αρθρωτό ατσάλινο σύρμα, ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη ελαστικότητα του δολώματος. Τα αγκίστρια μπαίνουν μερικές φορές με τρόπο, ώστε να μην φαίνονται. Το στόμα του ψαριού συχνά ράβεται με λινό ή χάλκινο νήμα με το ατσάλινο σύρμα, ώστε το ψάρι να μην γλυστρά με το τράβηγμα. Εννοείται πως ένα φυσικό δόλωμα, όσο καλά κι αν είναι αγκιστρωμένο, δεν μπορεί να αντέξει πολύ στην πίεση του νερού. Γι' αυτό το λόγο εφαρμόζουν μεθόδους προσέλκυσης των ψαριών με τεχνητά δολώματα, χωρίς αγκίστρια, τα οποία τραβούν γρήγορα μόλις το θήραμα μπει στην πορεία της βάρκας. Τότε ρίχνουν στη θάλασσα το φυσικό δόλωμα. Στην Ιταλία, στις εκβολές του Ροδανού, ψαρεύουν γιγαντιαίους τόννους με σκουμπριά και κέφαλους που ρυμουλκούνται με μέγιστη ταχύτητα, δύο κόμβων. Τα δολώματα συχνά τα αντικαθιστούν, όταν παρατηρούν πως δεν προχωρούν με τον καλύτερο τρόπο.
Σε πολλά μέρη, αλλά προπάντων στη Νέα Σκωτία, καθώς και στις εκβολές του Ροδανού, τον τελευταίο καιρό συνηθίζουν να σέρνουν πολλά δολώματα, που είναι αποτελεσματικά για τους μεγάλους τόννους. Αυτή η μέθοδος είναι σίγουρα Ιαπωνικής εφεύρεσης, αλλά οι επιδεξιότατοι Ιάπωνες ψαράδες, την εφαρμόζουν χρησιμοποιώντας και τεχνητά δολώματα και καταφέρνουν μ' αυτό τον τρόπο, να πιάσουν ακόμα και γιγαντιαίους τόννους, που ως γνωστό είναι δύσπιστοι στα τεχνητά δολώματα.
Η μέθοδος των πολλαπλών δολωμάτων, οφείλεται στο παράμαλο από ατσάλι όπου εφαρμόζονται, με μικρά κομμάτια βαμβακερού νήματος, τρία ή τέσσερα σκουμπριά που δένονταν απλά μ' αυτό το νήμα απ' το στόμα. Το άλλο άκρο του νήματος δένεται στο μεταλλικό παράμαλο, με έναν ειδικό κόμπο για να μη γλυστρά . Το παράμαλο παρουσιάζεται συνεπώς αρματωμένο με 3-4 –5 κουμπριά σε απόσταση 30-40 εκατοστά το ένα απ' το άλλο, ενώ το τελευταίο είναι με αγκίστρι όπως συνήθως. Το μικρό αυτό κοπάδι από σκουμπριά σέρνεται αργά. Συνήθως ο τόννος επιτίθεται, ένας κάθε φορά στα σκουμπριά, που πηγαίνουν πρώτα και είναι χωρίς αγκίστρι. Τέλος, αφού εγκαταλείψουν κάθε προφύλαξη, ρίχνεται κάποιος με αρπαχτικότητα και στο σκουμπρί με το αγκίστρι.
Ο κέφαλος αντίθετα, χρησιμοποιείται συνήθως σαν μοναδικό δόλωμα, αφού του αφαιρεθεί η σπονδυλική στήλη, με διάφορες μεθόδους και πιθανόν αφού του προσθέσουν ένα μικρό μολύβι στο κεφάλι.
Κι οι τοτάνες χρησιμοποιούνται μόνοι τους, αν και τελευταία η μέθοδος των πολλαπλών δολωμάτων με τη χρήση τους, αποδείχτηκε αποτελεσματική.
Μια κατηγορία δολωμάτων που μπορούν να θεωρηθούν φυσικά, αποτελείται από τα λεγόμενα δολώματα σε φέτες. Αυτά είναι μέρη ψαριών (που μπορούμε να ονομάσουμε φέτες) που παίρνονται κύρια απ' τα σκομβριδή. Περιλαμβάνουν μια λωρίδα του πλευρού ή της ράχης που έχει επιδέξια κοπεί σε επιμήκη μορφή. Από ένα σκοβριδές (σκουμπρί, παλαμίδα κ.λπ) βγαίνουν συνήθως δυο δολώματα, χρησιμοποιώντας μέρος της ράχης και των πλευρών κόβοντας με ένα πολύ κοφτερό μαχαίρι, μια λεπτή φέτα κρέατος μαζί με το δέρμα.
Αυτά τα δολώματα σε φέτες, μπορούν να δολωθούν στο αγκίστρι προφανώς με μεγαλύτερη ευκολία, σε σχέση με το δόλωμα του ολόκληρου ψαριού.
Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούν ειδικά εργαλεία, από σύρμα ή πλαστικές πλάκες, που κρατούν ανοιχτή τη λωρίδα κρέατος με δέρμα και την κάνουν άκαμπτη, έτσι που σε γενικές γραμμές, μοιάζει στη μορφή μ' ένα κουταλάκι.
Πολλοί υποστηρίζουν πως αυτά τα δολώματα είναι αποτελεσματικά , λιγότερο από ένα φυσικό ψάρι που δολώνεται ολόκληρο, αλλά έχουν το προτέρημα να αντέχουν περισσότερο στο σύρσιμο. Αυτά τα δολώματα πρέπει να τα σέρνουμε αργά. Προσωπικά πιστεύω πως η απόδοση τους είναι πολύ χαμηλότερη απ' ό,τι με ένα ολόκληρο ψάρι. κι οπωσδήποτε μικρότερη, στη γρήγορη συρτή απ' ότι ένα καλό τεχνητό δόλωμα, αν πάρουμε υπόψη μας την ανάγκη της συχνής αλλαγής του δολώματος.
Ένα δόλωμα που δεν ανήκει στην τάξη των τεχνητών και δεν μπορεί να αποδοθεί στη τάξη των φυσικών, είναι η φέτα από λαρδί ή πετσί χοιρινού, το οποίο χρησιμοποιούν πολύ οι Αμερικάνοι ψαράδες, προπάντων για το μέσο και μικρό ψάρεμα της συρτής. Πρόκειται για μια λουρίδα από πετσί χοιρινού, που έχει επεξεργαστεί και διατηρηθεί με ειδικό τρόπο, πιθανά χρωματισμένο κόκκινο στη μια απ' τις δυο επιφάνειες, και το οποίο δολώνεται απευθείας στο αγκίστρι. Εξαιτίας της μεγάλης του ανθεκτικότητας παρουσιάζει πολλά προτερήματα. Εξάλλου δεν είναι λιγότερο αποτελεσματικό από τη λωρίδα δέρματος πρόβατου, που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι κι οι Βάσκοι ψαράδες.
Τα βασικά εξαρτήματα για το ψάρεμα της μεγάλης συρτής είναι η ζώνη της κοιλιάς, οι τιράντες ή κορσέδες υποστήριξης ή ζώνη υποστήριξης και ο γάντζος στα διάφορα μοντέλα. Μπορούν να θεωρηθούν εξαρτήματα και οι «καρέκλες μάχης».
Η ζώνη της κοιλιάς, αποτελείται από μια φαρδιά ζώνη από δέρμα ή από γερό ύφασμα, που έχει στο μπροστινό μέρος, δηλαδή αυτό που αντιστοιχεί στην κοιλιά αυτού που την φορά. μια πλάκα από σκληρό δέρμα ή μέταλλο, με επένδυση στο εσωτερικό μέρος, ενώ στο εξωτερικό έχει ένα δοχείο ή μια άλλη δομή στην οποία μπαίνει ή εφαρμόζει, θα έλεγα, η λαβή του καλαμιού.
Αυτή η ζώνη είναι χρήσιμη, για την όρθια πάλη με τα ψάρια με μικρό ή μεσαίο μέγεθος, όπως οι τόννοι κοπαδιού και τα όρκινα. αν κι η πόλη μ' έναν τόννο μεγαλύτερο απ' τα σαράντα κιλά μπορεί συχνά να είναι σκληρή, ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές της Μεσογείου, όπου συχνά το ψάρι καταφέρνει να βυθίζεται σημαντικά.
Οι μανούβρες πάλης, διευκολύνονται σημαντικά απ' τη χρήση των τιραντών, οι οποίες είναι σε διάφορα μοντέλα, και έχουν δυο γάντζους οι οποίοι πιάνονται απ' την κουβαρίστρα. στα αντίστοιχα δαχτυλίδια που έχει στο πάνω μέρος. Ο ψαράς μπορεί, με τη βοήθεια αυτών των ζωνών, να κάνει διάφορες μανούβρες και να αντέξει στο τράβηγμα ψαριού με πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Οι ζώνες που χρησιμοποιούνται πιο κοινά, και προτιμώνται από πολλούς είναι εκείνες με νεφρούς ή κολόβια. που επιτρέπουν να καταβάλλονται οι μεγαλύτερες δυνάμεις, με την μικρότερη κατανάλωση ενέργειας. Οι ζώνες χρησιμοποιούνται επίσης όταν ο ψαράς είναι καθισμένος στην καρέκλα χωρίς πλάτη, ή με την πλάτη χαμηλωμένη.
Ο γάντζος είναι απαραίτητο εργαλείο για το πιάσιμο του ψαριού, όταν αυτό έχει φτάσει κοντά στη βάρκα και ξεπερνά τα δέκα κιλά βάρος. Ο απλός ή σταθερός γάντζος αποτελείται από ένα ξύλινο κοντάρι ή από άλλο υλικό κι έναν μυτερό γάντζο στερεωμένο με ένα σιδερένιο στεφάνι. Είναι χρήσιμος για το πιάσιμο ψαριών με βάρος μέχρι πενήντα κιλά. Για ψάρια μεγαλύτερων διαστάσεων, συμβουλεύουμε τη χρήση του πεταχτού γάντζου, ο οποίος είναι κατασκευασμένος με τρόπο ώστε ο γάντζος, με ορισμένη κίνηση ή πίεση στο κοντάρι, ξεκολλά απ' το κοντάρι και να μένει δεμένος μόνο από μια γερή σάγουλα. Αυτή η μέθοδος αποκλείει το μεγάλο ψάρι (που δεν μπορεί με τη δύναμη να βγει απ' το νερό) να πάρει απ' το χέρι του ψαρά τη λαβή ή το κοντάρι και να χτυπήσει μ' αυτό τη βάρκα ή και τον ίδιο τον ψαρά.
Μεταξύ των εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται για το ανέβασμα του ψαριού στη βάρκα, μπορούμε να προσθέσουμε τη θηλιά ουράς, από γερή πλαστική ύλη ή γερό πλεχτό νάϋλον, ή ακόμα από πλεχτό μεταλλικό νήμα, με την οποία πιάνουμε την ουρά του ψαριού στη βάση της, όταν το ψάρι το έχουμε φέρει κάτω απ' τη βάρκα.
Θα πρέπει να αναφερθούμε επίσης και στις «καρέκλες πάλης», οι οποίες υπάρχουν σε διάφορα μοντέλα. Υπάρχουν σταθερές καρέκλες, δηλαδή που στερεώνονται στο κατάστρωμα του πλεούμενου και γυρίζουν γύρω από τη βάση, με τρόπο ώστε να επιτρέπουν στον ψαρά να γυρίζει τουλάχιστον για 180 μοίρες, ανάλογα με το πώς εξελίσσεται η μάχη με το μεγάλο ψάρι. ¶λλοι τύποι καρέκλας είναι αντίθετα κινητοί, δηλαδή που μετακινούνται στο πάτωμα. Αυτές έχουν στηρίγματα σχετικά μεγάλα, που τις κάνουν να είναι αρκετά σταθερές ακόμα και με θαλασσοταραχή.
Μερικές καρέκλες έχουν στήριγμα για τα πόδια, ράχη που πέφτει, κι άλλους μηχανισμούς, που σκοπό έχουν να επιτρέπουν στον ψαρά να αναπτύσσει στο μέγιστο τις δυνάμεις του, με τη βοήθεια της ζώνης και των τιραντών, έτσι ώστε να αντέχει στο τράβηγμα του ψαριού και να μπορεί ο ίδιος να τραβά όσο το δυνατόν περισσότερο.
Οι σταθερές καρέκλες προτιμώνται για το ψάρεμα των μεγάλων ψαριών. Οπωσδήποτε η «καρέκλα πάλης» είναι απαραίτητη στο ψάρεμα των τοννιδών ή άλλων ψαριών, που ξεπερνούν τα πενήντα κιλά, με τα οποία η όρθια πάλη είναι πρακτικά αδύνατη.
Η καρέκλα αυτή πράγματι, έχει στο μπροστινό κέντρο του καθίσματος ένα δοχείο στο οποίο μπαίνει η λαβή του καλαμιού, κι έτσι η δύναμη που θα πρέπει να βάλουμε κατά την πάλη μειώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Μερικές καρέκλες έχουν ένα μέρος που μπορούμε να βάλουμε το καλάμι περιμένοντας, αλλά συνήθως, τα καλάμια τοποθετούνται σε αντίστοιχους μηχανισμούς στήριξης, που υπάρχουν στην κουπαστή της πρύμνης.
Αυτοί οι μηχανισμοί στήριξης μπορεί να αποτελούνται από απλές τρύπες που έχουν γίνει στην κουπαστή, κι έχουν ενισχυθεί με μεταλλικά στεφάνια ή και μεταλλικούς σωλήνες, οι οποίοι μπορούν να γυρίζουν και να παίρνουν, τόσο κάθετη όσο και οριζόντια στάση, ανάλογα με τις ανάγκες. Αυτοί οι σωλήνες είναι τοποθετημένοι με διάφορους τρόπους στην κουπαστή ή το κατάστρωμα της πρύμνης.
Θα πρόσθετα ανάμεσα στα αναγκαία, αν όχι απαραίτητα εξαρτήματα για τη μεγάλη συρτή, κι ένα ελαφρύ παλάγκο, σταθερό ή κινητό, που τοποθετείται στο πλευρό του πλεούμενου, για να ανεβάζουμε απ' τη θάλασσα τα θηράματα, που η δύναμη των χεριών δεν θα μπορούσε από μόνη της να το καταφέρει. Σ' αυτή τη μανούβρα, συχνά χρησιμοποιούνται κοντοί γάντζοι από σίδερο, με λαβή σε σχήμα Τ.
Σε μοντέλα πλεούμενων που είναι κύρια ιταλικής παραγωγής, μέρος της κουπαστής της πρύμνης μπορεί να βγαίνει προς τα έξω, με τρόπο ώστε να διευκολύνεται το ανέβασμα των θηραμάτων. Σ' αυτή την περίπτωση το παλάγκο δεν είναι απαραίτητο και μπορεί να αντί κατασταθεί από μια κινητή τροχαλία, που μπορεί να πιάνεται στην πιο κατάλληλη θέση, για να ανεβαστεί στο κατάστρωμα το θήραμα που πιάστηκε.
Η εξαιρετική εξέλιξη της δραστηριότητας σ1 αυτό το σπορ του πελάγους προκάλεσε την εμφάνιση σ' όλες τις αγορές της Ευρώπης αναρίθμητων μοντέλων από πλεούμενα, κατάλληλα για κράτημα στη θάλασσα, για ταχύτητα και ευελιξία, έτσι που να είναι δυνατό να ψαρέψουμε στο πέλαγος, τα πιο μεγάλα ψάρια.
Ένα καλό πλεούμενο για μεγάλο ψάρεμα, πρέπει φυσικά να έχει όλες τις προδιαγραφές ασφάλειας, σταθερότητας, ταχύτητας και ευελιξίας, που αφορούν και χαρακτηρίζουν αυτή τη δραστηριότητα.
Για ό,τι αφορά την ταχύτητα, θα πω αμέσως πως δεν είναι απαραίτητο, το πλεούμενο να μπορεί να φτάσει πολύ μεγάλες ταχύτητες, ενώ αντίθετα είναι απαραίτητο να μπορεί να προχωρά για πολλές ώρες με πολύ μικρή ταχύτητα, δηλαδή από δύο έως οκτώ κόμβους την ώρα. Η μέγιστη ταχύτητα είναι χρήσιμη για να φτάσουμε, όσο το δυνατό γρηγορότερα, τα ψάρια που εντοπίσαμε στην επιφάνεια. Αλλά όταν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε ένα γρήγορο πλεούμενο, που δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ την μικρή ταχύτητα, και ένα αργό πλεούμενο, που αντίθετα θα έχει αυτή την ιδιότητα, η προτίμηση μας θα πρέπει να κλίνει στο τελευταίο.
Εξάλλου, τις περισσότερες φορές οι περιοχές συγκέντρωσης των ψαριών, είναι γνωστές και να τις φτάσουμε σε μικρότερο χρόνο, δεν είναι τόσο σημαντικός παράγοντας.
Ένα πλεούμενο για μεγάλο ψάρεμα δεν θα πρέπει οπωσδήποτε, να είναι κάτω από τα 8-10 μέτρα μήκος. Πρέπει να έχει ένα άνοιγμα στην πρύμνη, αρκετά και μεγάλο και ελεύθερο, με τρόπο ώστε να επιτρέπει όλες τις αναγκαίες μανούβρες, στην πάλη με τα ψάρια μεγάλων διαστάσεων. Σε πολλές περιοχές των Αμερικανικών ακτών, στη Νέα Σκοτία, αλλά και στην Μεσόγειο, στις εκβολές του Ροδανού, οι βυθοί δεν ξεπερνούν γενικά τα εκατό μέτρα, και γι' αυτό η άμυνα του ψαριού χαρακτηρίζεται απ' τη φυγή του σε οριζόντια απόσταση, πράγμα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα πολύ ευέλικτο πλεούμενο που φτάνει έστω στο μέγιστο της ταχύτητας του, στους 15 κόμβους. Οι μανούβρες που θα κάνει, είναι αναγκαίες για να μην τραβήξει το ψάρι υπερβολική ποσότητα πετονιάς απ' την κουβαρίστρα, γιατί τότε η έκβαση του αγώνα θα είναι αμφίβολη. Στην πάλη ενάντια στους μεγάλους τόννους, που έχουν την τάση να βυθίζονται, σ' αυτούς τους σχετικά ρηχούς βυθούς, το πλεούμενο συχνά καταδιώκει κυριολεκτικά το ψάρι και με κατάλληλες μανούβρες του απαγορεύει να φτάσει σε πιο βαθιά νερά, πράγμα που θα έκανε πιο σκληρή την πάλη και το αποτέλεσμα της αμφίβολο.
Στις δικές μας θάλασσες, εκεί που τα νερά είναι πολύ βαθιά, το πιάσιμο ενός τόννου κοπαδιού, πάνω από 25 κιλά. ο οποίος δίχως άλλο βυθίζεται για μερικές εκατοντάδες μέτρα, γίνεται εξαιρετικά κοπιαστικό στη φάση του ανεβάσματος. Το πιάσιμο ενός γιγαντιαίου τόννου συνεπώς σε τέτοια βαθιά νερά, είναι τόσο πολύ κοπιαστικό και δύσκολο, που χρειάζονται αρκετές ώρες εξαντλητικών προσπαθειών για να τον φέρουμε στην επιφάνεια.
Τα πλεούμενα για το μεγάλο ψάρεμα, είναι συνήθως εφοδιασμένα με «φλόϊνγκ-μπριτζ», στην οποία είναι τοποθετημένα τα διπλά όργανα ελέγχου, που χρειάζονται για να κατευθύνουμε το πλεούμενο με μεγαλύτερη ευκολία και επιδεξιότητα, απ' όσο μπορούμε όταν οδηγούμε από την κανονική γέφυρα. Αυτή η ανασηκωμένη γέφυρα επιτρέπει επίσης, να εντοπίζουμε τα ψάρια στην επιφάνεια από σημαντική απόσταση και διευκολύνει πραγματικά τις μανούβρες, που απαιτούν οι συνθήκες της πάλης με το ψάρι.
Οι πιο μεγάλες βάρκες που χρησιμοποιούνται για το μεγάλο ψάρεμα, είναι εφοδιασμένες επίσης με έναν «τούνα - τάουερ» (πύργο για τόννους), που μερικές φορές έχει και όργανα ελέγχου που διευκολύνουν ακόμα περισσότερο τον εντοπισμό και τις μανούβρες που περιγράψαμε. Στα πλάγια του πλεούμενου, σε λιγότερο ή περισσότερο ψηλή θέση, είναι τοποθετημένα τα «αουτράϊγκερ» (καλάμια), τα οποία είναι κοντάρια με διάφορο μήκος και που σαν προορισμό έχουν να κρατούν την ορμιά με τρόπο, ώστε το δόλωμα να ρυμουλκείται στο εξωτερικό μέρος τού ίχνους της βάρκας και σε λίγη απόσταση απ' αυτό. Η ορμιά, ξεκινώντας απ" το καλάμι που έχει τοποθετηθεί γερά στο μέρος στήριξης, συγκρατείται από ένα ειδικό ελατήριο στην άκρη αυτού του κονταριού. Όταν το ψάρι τσιμπήσει, η πετονιά ξεσκαλώνει απ' το ελατήριο και κρατιέται μονάχα απ" το καλάμι που κρατά ο ψαράς, ο οποίος το παίρνει στα χέρια, το στηρίζει στη ζώνη στήριξης ή στην καρέκλα του, και τότε αρχίζει η φάση της πραγματικής πάλης.
Θα είχαμε πολλά πράγματα να προσθέσουμε και πολλές απόψεις να διατυπώσουμε για την επιλογή του πλεούμενου για το μεγάλο ψάρεμα. Αυτές οι απόψεις εν τούτοις ξεπερνούν τα όρια αυτού του βιβλίου. Μπορούμε να πούμε μόνο, πως ένα ελαφρύ πλεούμενο, ευέλικτο, με μια ή δύο μηχανές, έτσι που να του δίνουν μια μέγιστη ταχύτητα 15-18 κόμβων και να μπορούν να κρατήσουν μια ελάχιστη ταχύτητα 3-8 κόμβων για πολλές ώρες, ένα πλεούμενο μ' ένα μεγάλο άνοιγμα για τους επιβάτες, αποτελεί το ιδανικό γι' αυτό το είδος ψαρέματος. Τα πολύ μεγάλα πλεούμενα επιτρέπουν σίγουρα να φτάσουμε σε μάκρυνα μέρη με κάποια άνεση, αλλά το μέγεθος τους κι η ισχύς των μηχανών είναι συχνά ελάττωμα, που γίνεται καθοριστικό για την επιτυχία του ψαρέματος.
Στα νησιά μας, καθώς και σ' όλα σχεδόν τα παράλια του Αιγαίου, ακόμα χρησιμοποιούν σε μεγάλη κλίμακα τις «μπενζίνες». Είναι πλεούμενα που μπορούν να φτάσουν στην μέγιστη ταχύτητα 10-11 κόμβους, αλλά έχουν αξεπέραστα προσόντα ασφάλειας. Αυτές οι βάρκες όμως για τους μοντέρνους «φίσερμαν» δεν θεωρούνται αρκετά καλές, και τις αντικαθιστούν με τα μοντέρνα πιο άνετα και πιο γρήγορα πλεούμενα, που φυσικά, είναι κι ακριβότερα. Σε μέρη όμως όπου η παρουσία των τόννων και των όρκινων δεν είναι παρά μια έκτακτη παρουσία, σε μια εποχή του χρόνου, αυτές οι παραδοσιακές γερές βάρκες, είναι ένα αποτελεσματικότατο μέσο για το ψάρεμα.
Οι μοντέρνες βάρκες πελάγους, συνήθως είναι εφοδιασμένες με δυο μηχανές. Αυτό το χαρακτηριστικό τους δίνει, εκτός των άλλων και μεγαλύτερη ασφάλεια. Τέτοια προσόντα έχουν μια αξία, ιδιαίτερα στις θάλασσες μας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από πολλές αλλαγές, που συχνά μπορούν να μας υποχρεώσουν να εγκαταλείψουμε το ψάρεμα ή να μεταφερθούμε γρήγορα σε μια άλλη περιοχή.
Εν τούτοις, η άποψη που κερδίζει συνεχώς έδαφος είναι ότι οι βάρκες με μία μηχανή είναι προτιμότερες μόνο για το ψάρεμα. Στην Αμερική θεωρούνται αξεπέραστα τα πλεούμενα με μια μόνο μηχανή (ισχυρότατη εξάλλου) που χρησιμοποιούνται στις ακτές της Νέας Σκωτίας (Αόμπστερ - μπόουτ). Αυτές οι βάρκες, με λεπτή και χαμηλή γραμμή, είναι συχνά εφοδιασμένες με μια στοιχειώδη καμπίνα. Είναι χαρακτηριστικές για το μεγάλο άνοιγμα στην πρύμνη, το χαμηλό πρυμνιαίο κατάστρωμα, έχουν επίπεδο βυθό, βαθιά καρίνα, που μπορούν να φτάσουν ταχύτητα 15 κόμβων και παραπάνω και να κρατούν μια ελάχιστη ταχύτητα μόλις 2-3 κόμβων την ώρα και για πολλές ώρες, πράγμα απαραίτητο στη συρτή με φυσικά δολώματα. Η ευστάθεια τους είναι εξαιρετική.
Ανάμεσα στα απαραίτητα εξαρτήματα για την ασφάλεια ενός πλεούμενου του πελάγους, σίγουρα την πρώτη θέση πρέπει να έχει το ραδιοτηλέφωνο, για φανερούς λόγους. Το ραδιογωνιόμετρο μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίο αλλά όχι απαραίτητο, ιδιαίτερα αν το ψάρεμα γίνεται σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από 30 μίλια απ' την ακτή και σε γνωστές περιοχές, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές. Το βυθόμετρο είναι-χρήσιμο εργαλείο, ιδιαίτερα στα διάφορα συστήματα ψαρέματος με ελεύθερο το πλεούμενο. Είναι λιγότερο όμως στο ψάρεμα της συρτής, εξαιτίας της περιορισμένης του δυνατότητας να έχει οριζόντια δράση.
Αυτές οι απόψεις ισχύουν φυσικά, κύρια για τα βαθιά νερά των δικών μας θαλασσών και χάνουν κάθε αξία, για ό,τι αφορά τις περιοχές με ρηχά νερά.
Όπως είπα, το μεγάλο ψάρεμα αποσκοπεί στο να πιαστούν τόννοι και όρκινα, μικροί ξιφίες ή άλλα πελαγίσια σαρκοφάγα ψάρια, όπως οι κυνηγοί, τα γοφάρια, κ.λπ.
Οι μέθοδοι για το πιάσιμο αυτών των ψαριών, διαφέρουν φυσικά για ό,τι αφορά τα διάφορα είδη και μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ιδιαίτερες και βασικές μεθόδους: ψάρεμα συρτής, ψάρεμα με ελεύθερη τη βάρκα, ψάρεμα αναμονής με φουνταρισμένη τη βάρκα,
Το ψάρεμα της συρτής είναι σίγουρα η πιο «αθλητική» μέθοδος για το ψάρεμα των μεγάλων ψαριών. Έγκειται στο να σέρνουμε στο ίχνος ή στα πλάγια της βάρκας, τα δολώματα που περιγράψαμε προηγουμένως.
Για τα τεχνητά δολώματα, που χρησιμοποιούνται κύρια για τους τόννους κοπαδιών, όρκινα και άλλα μέσου μεγέθους ή μικρά ψάρια, το πλεούμενο πρέπει να προχωρά με διάφορες ταχύτητες από 5 έως 8 κόμβους. Τα δολώματα σέρνονται σε μια απόσταση από την κουπαστή της πρύμνης, που ποικίλει από τα 10 έως τα 25 μέτρα. Είναι γενικά πιο αποτελεσματικά αυτά που προχωρούν στα πλάγια τού ίχνους ή ακόμα κι έξω απ' αυτό, αν και καμμιά φορά, ψάρια με μεγάλο μέγεθος πιάνονται στον αφρό τού ίχνους.
Όσο πιο μικρό είναι το ίχνος κι όσο πιο επιφανειακό, τόσο πιθανότερη είναι η επιτυχία των δολωμάτων, που συνήθως τοποθετούνται στη θάλασσα σε διάφορες ποσότητες, από 2 έως 5. Υπάρχουν όμως σε ορισμένα μέρη, νόμοι που καθορίζουν και τον μέγιστο αριθμό δολωμάτων που μπορούν να τοποθετηθούν. Ψαρεύοντας τόννους κοπαδιού και όρκινα θα πρέπει να σιγουρευτούμε, πως τα δολώματα είναι αφημένα όλα στην ίδια απόσταση απ' την κουπαστή της πρύμνης. Μ' αυτό τον τρόπο μπορούμε να πιάσουμε ταυτόχρονα πολλά ψάρια. Επίσης τα δολώματα που έχουν τοποθετηθεί έτσι, γίνονται πιο δελεαστικά, απ' ότι αν τα είχαμε τοποθετήσει σε διάφορες αποστάσεις.
Μπορούν να γίνουν προσπάθειες περάσματος, με δολώματα σε διαφορετικές αποστάσεις, από την κουπαστή της πρύμνης μόνο για να βεβαιωθούμε για τις μεγαλύτερες δυνατότητες ψαρέματος σε σχέση, με την απόσταση του δολώματος. Αφού καθορίσουμε την κατάλληλη απόσταση, θα πρέπει να επαναφέρουμε όλα τα δολώματα σε κείνη την καθορισμένη απόσταση.
Συνήθως οι κόκκινοι τόννοι κοπαδιού, πιάνονται πιο εύκολα με κοντή πετονιά (10-15 μέτρα), ενώ τα όρκινα, με δολώματα αφημένα σε μεγαλύτερη απόσταση (20-25 μέτρα). Οι τόννοι κοπαδιού πιάνονται συνήθως με μεγαλύτερη ταχύτητα (7-8 κόμβους την ώρα), ενώ τα όρκινα με μικρότερη ταχύτητα (4-5 κόμβους την ώρα).
Αυτές οι πληροφορίες έχουν σχετική αξία, γιατί εξαρτώνται κι από αναξιολόγητους παράγοντες. Μπορούμε όμως να πούμε πως αποτελούν έναν σχετικό κανόνα.
Για ό,τι αφορά την κατεύθυνση που προχωρά η βάρκα, το μεγαλύτερο μέρος των ειδικών της συρτής, θεωρούν καλύτερο να προχωρά η βάρκα προς την κατεύθυνση του ήλιου ή αντίστροφα, πράγμα που θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός, πως τα ψάρια μπορούν να ξεγελαστούν από τις αντανακλάσεις και τα παιχνίδια φωτός, που κάνουν οι ηλιακές ακτίνες πάνω στα δολώματα και στο ίχνος που αφήνουν.
Απ' όλους τους ειδικούς είναι παραδεκτό, ότι η βάρκα δεν πρέπει ποτέ να κατευθύνεται προς το κοπάδι είτε να προχωρά μέσα σ' αυτό, αλλά να περνά στο πλάι, αποφεύγοντας έτσι να προκαλέσει διασκορπισμό των ψαριών. Φαίνεται επίσης, πως τα ψάρια που είναι περισσότερο πιθανό να επιτεθούν στο δόλωμα, κι ναι ακριβώς εκείνα που προχωρούν στα πλάγια, στην αρχή ή στο τέλος του κοπαδιού.
Μεγάλη σημασία δίνεται στον εντοπισμό των ψαριών στην επιφάνεια. Όταν τα τοννιδή επιτίθενται σε μεγάλα κοπάδια από σαρδέλλες , τότε προδίδουν την ύπαρξη τους με πηδήματα και χτυπήματα στην επιφάνεια, που γίνονται εύκολα αντιληπτά από απόσταση. ακόμα κι όταν η θάλασσα δεν είναι εντελώς ήρεμη. Το πλεούμενο φυσικά θα κατευθυνθεί προς τα ψάρια και όταν φτάσει κοντά τους, θα διπλαρώσει την ομάδα των τόννων που βρίσκονται στην επιφάνεια. ¶ριστο σημάδι για την παρουσία ψαριών που κυνηγούν, ή για το πέρασμα τους. είναι η παρουσία γλάρων ή θαλάσσιων χελιδονιών που ψάχνουν σ' ένα περιορισμένο μέρος της θάλασσας, με συχνά τσιμπήματα στην επιφάνεια. Συχνά αυτά τα σημάδια, είναι τα μόνα που αποκαλύπτουν την παρουσία ενός κοπαδιού τόννων ή όρκινο).
¶λλες φορές έχουμε την έκπληξη να επιτίθενται ταυτόχρονα στο δόλωμα, χωρίς οι τόννοι να μας έχουν αποκαλύψει με κανένα τρόπο την παρουσία τους, ούτε να έχουν φανεί πουλιά στην περιοχή- Πιστεύω πως οι άξαφνες επιθέσεις αποτελούν τουλάχιστο το 50% των πιθανοτήτων στο ψάρεμα των τόννων κοπαδιού και όρκινων. Αξίζει πολύ συνεπώς, η εμπειρία κι η γνώση των τόπων και των περιοχών τής θάλασσας, όπου γνωρίζουμε πως μαζεύονται ψάρια σε ορισμένες περιόδους του χρόνου, και που μπορούν να υπολογιστούν στα όρια ακόμη και μερικών ημερών.
Η επιτυχία στο ψάρεμα των τόννων κοπαδιού και των όρκινων. η ποσοτική επιτυχία θέλω να πω. οφείλεται και στην ικανότητα γρήγορου ανεβάσματος, πράγμα που επιτρέπει να ξαναρίξουμε το δόλωμα στη θάλασσα πριν ακόμα μετακινηθεί το κοπάδι. Τα αγκιστρωμένα ψάρια συχνά καλούν τους συντρόφους τους, οι οποίοι τους ακολουθούν στη φάση του ανεβάσματος. γι αυτό το λόγο μερικοί συνηθίζουν να αφήνουν στη θάλασσα, χωρίς να το ανεβάσουν στο κατάστρωμα, ένα από τα πιασμένα ψάρια, το οποίο όταν προσπαθεί να ελευθερωθεί απ' την πετονιά, θα προσελκύει σε μια περιορισμένη περιοχή τα άλλα ψάρια του κοπαδιού. Είναι όμως σίγουρο πως, για τους ίδιους λόγους που αναφέραμε πριν, ένα ψάρι που αγκιστρώνεται και διαφεύγει παίρνει μαζί του, τις περισσότερες φορές, όλο το κοπάδι και γι' αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε όσο το δυνατό να μας διαφύγει ένα ψάρι απ' το πιάσιμο. Οι αρχάριοι αυτού του σπορ θέλουν να ρίχνουν στη θάλασσα, μεγάλο αριθμό δολωμάτων, πιστεύοντας πως θα πιάσουν έτσι περισσότερα ψάρια. Τίποτα όμως δεν είναι λιγότερο αληθινό από αυτό: οι πολλαπλές συλλήψεις και συνεπώς το ταυτόχρονο ανέβασμα των ψαριών προκαλεί σύγχιση στο κατάστρωμα και πιθανότατα έτσι ένα από τα ψάρια να ξεγκιστρωθεί κι έτσι να χαθεί το κοπάδι. Επίσης όταν ανεβάζουμε πολλά ψάρια ταυτόχρονα στο κατάστρωμα γίνεται με σύγχιση η εργασία του ξαγκιστρώματος και του πετάγματος των δολωμάτων πάλι στη θάλασσα. Γι' αυτό το λόγο συμβουλεύουμε, να περιορίζεται ο αριθμός των δολωμάτων που σέρνουμε, σε τρία ή τέσσερα.
Μπορεί να συμβεί, όταν ανεβάζουμε τα ψάρια, ένας μεγάλος αριθμός ψαριών να μαζευτεί γύρω από το πλεούμενο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατό να προσπαθήσουμε το πιάσιμο άλλων ψαριών με ακίνητο το πλεούμενο. Ρίχνουμε σαρδέλλες για να κρατάμε τα ψάρια στο μέρος αυτό και ρίχνουμε και ανεβάζουμε κάθετα τα δολώματα, αφήνοντας τα να βυθίζονται και επαναφέροντας τα στην επιφάνεια με συνεχείς κινήσεις. Το μαλάγρωμα, που γίνεται πετώντας λίγο - λίγο στη θάλασσα περιορισμένες ποσότητες τροφής ή σέρνοντας ένα μικρό δίχτυ που περιέχει τριμένες σαρδέλλες κι αντζούγιες, μπορεί να είναι αποτελεσματικό ή όχι, ανάλογα με τις περιστάσεις: δεν θα έδινα στο μαλάγρωμα υπερβολική σημασία, εκτός από την αργή συρτή σε κύκλο, για το πιάσιμο των όρκινων με τη μέθοδο τών επαγγελματιών ψαράδων. Ο συμπλέκτης της κουβαρίστρας, συχνά ρυθμίζεται με τρόπο ώστε να κρατά μπλοκαρισμένο τον συλλέκτη, ιδιαίτερα όταν ψαρεύουμε τα όρκινα. Αυτό είναι ένα σοβαρό λάθος. Πριν απ όλα το εντατικό ψάρεμα αυτών των ψαριών, δεν μπορεί σίγουρα να θεωρηθεί πως συμβαδίζει με το αθλητικό πνεύμα. Επίσης, στα κοπάδια όρκινων ή τόννων μπορούν να βρεθούν ψάρια με μεγαλύτερο μέγεθος, που με την βιαιότητα της επίθεσης, μπορούν να σπάσουν την πετονιά αν όχι και το καλάμι. Συμβαίνει μερικές φορές ένα πολυάριθμο κοπάδι ψαριών, όταν είναι ανήσυχα ή έχουν φάει. να παραμελούν εντελώς το δόλωμα. Αυτή η περίπτωση δεν είναι σπάνια και οι αιτίες, για τις οποίες τα ψάρια παραβλέπουν τα δολώματα σε μια ορισμένη ώρα τής ημέρας, ενώ τους επιτίθενται με λαιμαργία ακόμα και μόνο μετά μια ώρα απ' την προηγούμενη φορά, είναι άγνωστες. Για να πιάσουμε τα ψάρια που αποδείχνονται τόσο ανόρεκτα μπορούμε να εφαρμόσουμε μια ιδιαίτερη μέθοδο. Αμολάμε τις πετονιά μέχρι 50-60 μέτρα, σταματάμε το πλεούμενο κοντά στα κοπάδι, με τρόπο ώστε τα δολώματα να βυθιστούν μέχρι σχεδόν να έρθουν σε κάθετη γραμμή. Βάζουμε σε λειτουργία το πλεούμενο στην ταχύτητα συρτής, έτσι που τα δολώματα να ανέβουν γρήγορα προς την επιφάνεια. Αυτός ο τρόπος πολλές φορές προκαλεί τα ψάρια να ακολουθήσουν τα δολώματα και από συνήθεια, να τους επιτεθούν. αλλες φορές πάλι κι αυτή η μέθοδος δεν αποδίδει και τότε είναι άσκοπο να επιμένουμε σ' εκείνο το κοπάδι και πρέπει να ψάξουμε για κάποιο άλλο.
Για το ψάρεμα των γιγαντιαίων τόννων περιέγραψα ήδη σε άλλο μέρος αυτού του κεφαλαίου, σε γενικές γραμμές, τον τρόπο που πρέπει να προχωράμε με τη συρτή, με πολλαπλά ή απλά δολώματα.
Οι γιγάντιοι τόννοι δύσκολα τσιμπάνε στο τεχνητό δολώματα και τα φυσικό πρέπει να σέρνονται με πολύ μικρή ταχύτητα, χαμηλότερη ακόμα κι από τους δυο κόμβους την ώρα. Συνήθως ο τόννος , όταν έχει πιάσει το δόλωμα, βγάζει απ' την κουβαβίστρα σε λιγότερο από ένα λεπτές, μερικές εκατοντάδες μέτρα πετονιάς. Συνεπώς είναι καθήκον τού πιλότου της βάρκας να την στρέψει προς την κατάλληλη κατεύθυνση και με την κατάλληλη ταχύτητα, έτσι ώστε να επιτρέψει στον ψαρά να ανακτήσει όση περισσότερη πετονιά είναι δυνατό. Στην πραγματικότητα η επιτυχία του ψαρέματος ενός γιγάντιου τόννου. οφείλεται περισσότερο στην επιδεξιότητα του πιλότου, εκτός απ' τις τελευταίες φάσεις της πάλης. Η αντίσταση του τόννου πρέπει να εξουδετερωθεί περισσότερο με κατάλληλες μανούβρες, παρά με την προσπάθεια που μπορούν να βάλουν τα εργαλεία στο τράβηγμα και η οποία είναι οπωσδήποτε πολύ μικρή σε σχέση με τις δυνατότητες αντίστασης και τραβήγματος που έχει ένα ψάρι με μεγάλο μέγεθος. Με κατάλληλες μανούβρες που αποσκοπούν στο ανέβασμα του αγκιστρωμένου τόννου στην επιφάνεια, οι ειδικοί των ακτών της Αμερικής καταφέρνουν να φέρουν στο κατάστρωμα τόννους, που μερικές φορές ζυγίζουν πάνω από 200 κιλά, σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά. Φυσικά αυτό είναι δυνατό μόνο στις περιοχές που δεν έχει βαθύ βυθό.
Οι Γάλλοι ψαράδες της περιοχής του Ροδανού, χρησιμοποιούν αντίθετα, ελαφριά πλεούμενα παρόμοια με γκούσες, όχι πιο μεγάλα από 7-8 μέτρα, που έχουν μια βάση στήριξης του καλαμιού στην πλώρη, στην οποία μεταφέρουν το καλάμι αφού έχουν αγκιστρώσει τον τόννο στη συρτή. Η αντίσταση του τόννου καταπονείται συνεπώς πρακτικά από το τράβηγμα, που πρέπει να ασκεί στο πλεούμενο κι αυτό είναι δυνατό επειδή στην περιοχή εκείνη, στις εκβολές του Ροδανού, ο βυθός σπάνια ξεπερνά τα εκατό μέτρα.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου